- κοχύζω
- κοχύζω, = foreg., cj. for κοκκύζει in Stratt.61 ([place name] Casaubon). (This and the foregoing words may be reduplicated forms from the root of χέω.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοχύζω — (Α.) κοχυδέω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κοχυδέω] … Dictionary of Greek
κοχύζει — κοχύζω pres ind mp 2nd sg κοχύζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοχυδέω — (Α) ρέω άφθονα, χύνομαι («ποταμοὶ κοχυδοῡντες», Φερεκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ίσως από τη μηδενισμένη βαθμίδα χυ τής ρίζας τού χέω με εκφραστικό αναδιπλασιασμό και με πιθ. επίδρ. τής λ. χύδην. Ομοίως και τα κοχύζω, κοχύω] … Dictionary of Greek
ἐκκοχύζειν — ἐκ κοχύζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)